Αστυγραφίες στην οθόνη
Αστυγραφίες στην οθόνη
11-17 Απριλίου, Ταινιοθήκη της Ελλάδος
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος και η Εθνική Πινακοθήκη παρουσιάζουν ένα μεγάλο αφιέρωμα με τίτλο «Αστυγραφίες στην οθόνη», το οποίο περιλαμβάνει 24 ταινίες, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, μικρού και μεγάλου μήκους, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι σήμερα, με θέμα την πόλη και την ανοικοδόμηση. Oι ταινίες θα προβληθούν στις δύο αίθουσες της Ταινιοθήκης από τις 11 μέχρι τις 17 Απριλίου.
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος συνεργάζεται με την Εθνική Πινακοθήκη στην έκθεση «Αστυγραφία» που διερευνά εκδοχές του αστικού βιώματος στην ελληνική τέχνη κατά τις δεκαετίες 1950-1970 μέσα από το βλέμμα εικαστικών δημιουργών και κινηματογραφιστών. Ως προς τη σύλληψή της, η έκθεση, την οποία επιμελείται η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ Συραγώ Τσιάρα, αντιμετωπίζει την πόλη ως εμπειρία και εξετάζει την αστικοποίηση, την ανοικοδόμηση και τη μετανάστευση στο πλαίσιο των ραγδαίων αλλαγών που συνέβησαν μεταπολεμικά στην ελληνική κοινωνία (διάρκεια έκθεσης: έως 12 Μαΐου).
Η Ταινιοθήκη, συμπληρώνοντας και εμπλουτίζοντας την εμπειρία της έκθεσης στην Πινακοθήκη, θα παρουσιάσει στον χώρο της ένα πλούσιο κινηματογραφικό πρόγραμμα στο οποίο θα προβληθούν ολόκληρες κάποιες από τις ταινίες, αποσπάσματα των οποίων παίζονται στην έκθεση, ενώ θα παρουσιαστούν και κάποιες επιπλέον, ελληνικές αλλά και ξένες, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ –ορισμένες μάλιστα πρόσφατης παραγωγής.
Τις προβολές θα προλογίσουν εκλεκτοί προσκεκλημένοι ενώ θα διοργανωθούν επίσης μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης με θέμα την αναπαράσταση του αστικού βιώματος μέσα από τη ματιά σημαντικών Ελλήνων αρχιτεκτόνων και δημιουργών, καθώς και δύο συναυλίες σε συνεργασία με τα Μουσικά Σύνολα της ΕΡΤ, τα οποία θα παρουσιάσουν δημοφιλή μουσικά θέματα από ταινίες.
*Θα προβληθούν οι ταινίες μεγάλου μήκους:
Ο Δράκος (Ν. Κούνδουρος), Πικρό ψωμί (Γ. Γρηγορίου), Συνοικία το όνειρο (Α. Αλεξανδράκης), Πρόσωπο με πρόσωπο (Ρ. Μανθούλης), Ο θησαυρός του μακαρίτη (Ν. Τσιφόρος), Ιωάννης ο Βίαιος (Τ. Μαρκετάκη), Οι απέναντι (Γ. Πανουσόπουλος), Ανοιχτή επιστολή (Γ. Σταμπουλόπουλος),
Ναι μεν, αλλά… (Π. Τάσιος), Τα χρώματα της ίριδος (Ν. Παναγιωτόπουλος), Τα χέρια πάνω από την πόλη (Φρ. Ρόσι), Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν (Ζ.Λ. Γκοντάρ), Υπό κατασκευή (Χ.Λ. Γκερίν) και Ο τελευταίος μαύρος άντρας στο Σαν Φρανσίσκο (Τζ. Τάλμποτ)
*Τα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους:
Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας (Τ. Λάγγης, Γ. Γαϊτανίδης), ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΝΤΟ – Αναζητώντας τη Μέλπω (Β. Σκούρα), Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί (Γ. Σκοπετέας) και Sinfonietta-πόλης, συνομιλία με τον Dziga Vertov (Δ. Θεοδωρόπουλος)
*Οι μικρού μήκους ταινίες (μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ):
Εκπομπή (Θ. Αγγελόπουλος), Τζίμης ο Τίγρης (Π. Βούλγαρης), Η ρόδα (Θ. Αδαμόπουλος), Ακρόπολις (Ευ. Στεφανή), Από μπουζούκια σε μπουζούκια (Π. Κουτρουμπούσης) και Αθήνα, αγάπη μου (Δ. Κεχρής)
Οι ταινίες αυτές, κάποιες από τις οποίες αποτελούν σταθμούς στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, πέρα από την κινηματογραφική τους αξία, φωτίζουν το αστικό τοπίο της δεκαετίας του ’50 στην Ελλάδα, αλλά καταγράφουν και τις αλλαγές που συντελέστηκαν στα τέλη του ’60, τον μετασχηματισμό του κέντρου της Αθήνας, τη διαμόρφωση νέων, ακριβών συνοικιών, το χάσμα ανάμεσα στις φτωχές και πλούσιες γειτονιές, ενώ παράλληλα θίγουν και το ζήτημα της άναρχης αστικής ανάπτυξης. Μιας ανάπτυξης που όμως έδωσε διέξοδο και εργασία στους αποκλεισμένους του Εμφυλίου και στις λαϊκές τάξεις που είχαν συγκεντρωθεί στην Αθήνα.
Μια επιλογή ξένων ταινιών, παλαιότερων αλλά και νεότερων, μας δίνει και μια αντιπροσωπευτική εικόνα από μεγάλες μητροπόλεις: το περίφημο φιλμ «Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι' αυτήν» του Γκοντάρ για το Παρίσι του ’60, η ταινία του Ρόσι «Τα χέρια πάνω από την πόλη» με θέμα τη διαφθορά στον κατασκευαστικό τομέα στη Νάπολη, το «Υπό κατασκευή» του Γκερίν για τον εξευγενισμό της Βαρκελώνης αλλά και «Ο τελευταίος μαύρος άντρας στο Σαν Φρανσίσκο» του Τάλμποτ για το πρόβλημα της αστικής ανάπτυξης στο Σαν Φρανσίσκο.
Στο αφιέρωμα θα παρευρεθεί ο σημαντικός Ισπανός δημιουργός Χοσέ Λουίς Γκερίν, ο οποίος θα έρθει στην Αθήνα για να προλογίσει την ταινία του «Υπό κατασκευή» με την οποία θα πραγματοποιηθεί η έναρξη του αφιερώματος. Στην έναρξη θα χαιρετίσει η Συραγώ Τσιάρα, η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείου Αλεξάνδρου Σούτσου, και η Μαρία Κομνηνού, η πρόεδρος του ΔΣ της Ταινιοθήκης της Ελλάδος. Η είσοδος θα πραγματοποιηθεί μόνο με προσκλήσεις.
Η ταινία «Υπό κατασκευή» θα προβληθεί και σε επαναληπτική προβολή για το κοινό.
Δύο συναυλίες
Την Τρίτη 16 Απριλίου, ένα σύνολο της Ορχήστρας Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ θα πραγματοποιήσει δύο συναυλίες στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος ερμηνεύοντας μουσικά θέματα από ταινίες της εποχής.
*Η μία συναυλία θα πραγματοποιηθεί στις 08:00 μ.μ. πριν από την προβολή της ταινίας «Πρόσωπο με πρόσωπο» του Ροβήρου Μανθούλη, με ενιαίο εισιτήριο 7 ευρώ (για το κοινό πρόγραμμα της συναυλίας και της ταινίας).
*Νωρίτερα, στις 05:00 μ.μ., θα προηγηθεί μία ακόμα συναυλία της ΕΡΤ, σε κοινό πρόγραμμα με την προβολή της ταινίας «Ο Δράκος» του Νίκου Κούνδουρου (είσοδος μόνο με προσκλήσεις από τους μουσικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς της ΕΡΤ – το Δεύτερο Πρόγραμμα, το Τρίτο Πρόγραμμα και το Kosmos).
Και μία συζήτηση
To Σάββατο13 Απριλίου στις 12:00 μ.μ., στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, θα πραγματοποιηθεί συζήτηση με θέμα τον κινηματογράφο και την πόλη, με τίτλο «Αστυγραφίες στην οθόνη».
Πρόγραμμα:
12:00-13:30
Αθήνα : Αποτυπώσεις στον κινηματογραφικό και στον εικαστικό χώρο
«Μοντάζ/κολλάζ & ασσαμπλάζ: αστική εμπειρία, ιστορία και μνήμη στην τέχνη των δεκαετιών 1960-1970»
Έλενα Χαμαλίδη, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο
«Ο Μαζόχ και η ελληνική πόλη: Η Αθήνα με τη γούνα»
Δρ. Μαρία Θεοδώρου, αρχιτέκτων με διαθλαστική σκέψη
«Η επιθυμία για ένα μοντέρνο διαμέρισμα»
Πάνος Δραγώνας, Αρχιτέκτων - Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων στο Πανεπιστήμιο Πατρών
«Από το “νεοκλασικό” στην πολυκατοικία: μια κινηματογραφική καταγραφή της δεκαετίας του 1960»
Κώστας Τσιαμπάος, Αναπληρωτής Καθηγητής Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Συντονίζει η Ιουλία Μέρμηγκα
13:30-14:00 Διάλειμμα
14:00-15:00
Η πόλη στην καλλιτεχνική πρακτική
José Luis Guerín, σκηνοθέτης, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πονπέου Φάβρα της Βαρκελώνης
Μενέλαος Καραμαγγιώλης, σκηνοθέτης, παραγωγός και σεναριογράφος
Αφροδίτη Λίτη, γλύπτρια, Ομότιμη Καθηγήτρια Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών
Αντώνης Σκαμπαβίριας, ζωγράφος
Συντονίζει η Μαρία Κομνηνού
Οι ταινίες
Ο Δράκος (Ν. Κούνδουρος)
Ένας τραπεζικός υπάλληλος ετοιμάζεται να περάσει μόνος τις γιορτές όταν, τρομοκρατημένος, συνειδητοποιεί ότι μοιάζει με έναν κακοποιό που οι εφημερίδες αποκαλούν «Ο Δράκος της Αθήνας». Λόγω της παρεξήγησης, η αστυνομία τον καταδιώκει και αυτός βρίσκει καταφύγιο σε ένα λαϊκό καμπαρέ όπου υιοθετεί τον ρόλο του πραγματικού κακού και γίνεται αποδεκτός από τα μέλη μιας συμμορίας του υποκόσμου.
Εμβληματική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου, και για πολλούς η καλύτερη του Νίκου Κούνδουρου. Απέσπασε Ειδική Μνεία στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1956 συγκεντρώνοντας μυθικούς συντελεστές: από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη μέχρι τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Θανάση Βέγγο, και βέβαια τον Ντίνο Ηλιόπουλο σε έναν αξέχαστο κόντρα ρόλο.
Όπως σημειώνει η Mαρία Κομνηνού: «Ο Κούνδουρος ανατρέπει τα στερεότυπα του φιλμ νουάρ βάζοντας στον πρωταγωνιστικό ρόλο, αντί για έναν σκληρό άντρα, έναν κακομοίρη με φανερή σεξουαλική απειρία, ενώ οι θεατές, αντί για τις δυνάμεις του “νόμου” και της “τάξης”, καλούνται να ταυτιστούν με τους παράνομους. Ο Κούνδουρος, στον Δράκο, επιλέγει τους χώρους δράσης που συγκροτούν το σημείο της “παρανομίας” στον αστικό χώρο ώστε να συμπίπτουν με τους χώρους διαμόρφωσης του ρεμπέτικου. Είναι ενδεικτικό ότι η δράση εκτυλίσσεται στις φτωχογειτονιές του Πειραιά, κατεξοχήν τόπο συμβίωσης των φτωχών με τους παράνομους».
‘Ένα σχόλιο στη μετεμφυλιακή Ελλάδα.
Πικρό ψωμί (Γρ. Γρηγορίου)
Λίγο μετά τον πόλεμο, ένας οικοδόμος ζει φτωχικά σε μια αυλή με την οικογένειά του, τη γυναίκα του και τρεις γιους. Ο μεγάλος γιος έχει χάσει και τα δύο του χέρια από μια χειροβομβίδα στην Κατοχή, ο μεσαίος δεν βρίσκει δουλειά και ο μικρός είναι αριστούχος μαθητής. Όταν ο πατέρας σκοτώνεται στην οικοδομή, ο μεσαίος γιος αναγκάζεται να δουλέψει στην οικοδομή για να επιβιώσουν, αλλά ο μεγάλος γιος νιώθει ότι αποτελεί βάρος και η μάνα αρρωσταίνει. Ο μικρός γιος θα μπορέσει να συνεχίσει το σχολείο;
Το «Πικρό ψωμί» θεωρείται σταθμός στον ελληνικό κινηματογράφο, ως η πρώτη ελληνική νεορεαλιστική ταινία για τη σκληρή ελληνική πραγματικότητα που ασκεί κριτική στην εξουσία (αν και ο ίδιος ο Γρηγόρης Γρηγορίου ισχυρίζεται ότι επηρεάστηκε περισσότερο από τον γαλλικό κινηματογράφο του Μεσοπολέμου). Η ταινία αντιμετώπισε προβλήματα με τη λογοκρισία, η οποία, όταν το φιλμ ζητήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, απαίτησε να αλλάξει το σενάριο προκειμένου «να μην εκτεθεί η Ελλάδα στους κομμουνιστές». Τελικά οι Σοβιετικοί δεν την πρόβαλαν και οι πρόσθετες σκηνές αφαιρέθηκαν από τον σκηνοθέτη.
Ήταν η ταινία που καθιέρωσε την Ελένη Ζαφειρίου στον ρόλο της μάνας του ελληνικού σινεμά.
Συνοικία το όνειρο (Α. Αλεξανδράκης)
Σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, τον Ασύρματο, την παραγκούπολη στα Άνω Πετράλωνα, οι άνθρωποι προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από τη φτώχεια και την ανέχεια. Ο μικροκομπιναδόρος Ρίκος προσπαθεί να πιάσει την καλή την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του φλερτάρει με πλούσιους, και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας. Στην πορεία οι δυσκολίες θα τους φέρουν αντιμέτωπους με την ωμή πραγματικότητα.
Η θρυλική ταινία, σε σενάριο του σπουδαίου ποιητή Τάσου Λειβαδίτη και του Κώστα Κοτζιά, πέρασε μεγάλες περιπέτειες με τη λογοκρισία. Αρχικά απαγορεύτηκε καθώς κατακρίθηκε για τις κομμουνιστικές ιδέες της, την εικόνα της εξαθλίωσης των Ελλήνων που προέβαλλε, αλλά και τη συμμετοχή των Μάνου Κατράκη και Μίκη Θεοδωράκη. Ύστερα από διαμαρτυρίες του Τύπου και ανθρώπων της τέχνης, η κυβέρνηση επέτρεψε την προβολή μιας λογοκριμένης εκδοχής της. Η πρεμιέρα της τον Οκτώβριο του 1961 ήταν επεισοδιακή. Η προβολή της διακόπηκε βίαια από αστυνομικούς και παρακρατικούς που εισέβαλαν στην κινηματογραφική αίθουσα και κατέβασαν τον γενικό διακόπτη. Το φιλμ είχε κοστίσει μια μικρή περιουσία στον Αλέκο Αλεξανδράκη και προβλήθηκε πετσοκομμένο, με αποτέλεσμα, όπως είχε πει, να μην τον εκφράζει πλήρως.
Πρόσωπο με πρόσωπο (Ρ. Μανθούλης)
Ένας φτωχός καθηγητής αγγλικών κάνει φροντιστήριο στην κόρη μιας οικογένειας νεόπλουτων και φλερτάρει τόσο με την κόρη όσο και με τη μάνα της. Οι εσωτερικές συγκρούσεις του ήρωα, η μικροαστική πικρία, η συντριβή των ονείρων της νιότης και οι συμβιβασμοί στην υποκρισία του μεγαλοαστικού περιβάλλοντος αποδίδονται με μια οξεία αίσθηση του χιούμορ. Ο Ροβήρος Μανθούλης καυτηριάζει την προδικτατορική πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, σατιρίζει την ανερχόμενη τάξη των νεόπλουτων και στιγματίζει την πολεοδομική καταστροφή της Αθήνας τη δεκαετία του ’60.
Η ταινία πρόλαβε να πάρει μέρος στο θρυλικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1966. Εκεί ξεσήκωσε τη φοιτητική νεολαία, εντυπωσίασε τους ξένους κριτικούς και πήρε το Βραβείο Σκηνοθεσίας. Τον επόμενο χρόνο προβλήθηκε ως ταινία έναρξης στο Διεθνές Φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου στη γαλλική πόλη Υέρ τη σημαδιακή 21η Απριλίου 1967. Ήταν ουσιαστικά η πρώτη αντιχουντική εκδήλωση που έγινε στο εξωτερικό. Την επόμενη εβδομάδα, το Φεστιβάλ Καννών οργάνωσε μια ειδική προβολή αδιαφορώντας για τις διαμαρτυρίες της Χούντας. Η ταινία απαγορεύτηκε στην Ελλάδα, και το όνομα του Μανθούλη μπήκε στη μαύρη λίστα.
Η ταινία «Πρόσωπο με πρόσωπο» έχει αποκατασταθεί ψηφιακά από την Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Ο θησαυρός του μακαρίτη (Ν. Τσιφόρος)
Η ανέγερση πολυκατοικιών στην Αθήνα έχει δημιουργήσει προβλήματα σε εκείνους που έχουν παλιά σπίτια και νοικιάζουν δωμάτια. Η Θεώνη και η ανιψιά της η Λουκία βλέπουν ξενοίκιαστα τα δωμάτια του σπιτιού που κληρονόμησαν από τον άντρα της Θεώνης, και σκαρφίζονται ένα έξυπνο κόλπο για να τα νοικιάσουν. Γράφουν μερικές πλαστές διαθήκες του μακαρίτη, οι οποίες αναφέρουν ότι ένας μεγάλος θησαυρός είναι κρυμμένος κάπου μέσα στο σπίτι. Βάζουν από ένα αντίγραφο σε μερικά βιβλία και τα πουλάνε στον βιβλιοπώλη της γειτονιάς. Οι αγοραστές των βιβλίων, οι οποίοι βρίσκουν τις δήθεν διαθήκες, νοικιάζουν τα άδεια δωμάτια προσδοκώντας να βρουν τον θησαυρό.
Η τέταρτη ταινία της Φίνος Φιλμ με τους απολαυστικούς Βασίλη Αυλωνίτη και Γεωργία Βασιλειάδου αποτελεί μια από τις τελευταίες του Νίκου Τσιφόρου στον Φίνο. Η Γεωργία Βασιλειάδου τραγουδάει για πρώτη φορά σε κινηματογραφική ταινία (η μεγάλη κωμικός άλλωστε ξεκίνησε την καριέρα της ως λυρική τραγουδίστρια), ενώ η φωτογραφία του μακαρίτη που ζωντανεύει στο φινάλε της ταινίας χρησιμοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια ως ντεκόρ σε πολλές ταινίες της Φίνος Φιλμ.
Η ταινία έχει αποκατασταθεί ψηφιακά σε HD.
Ιωάννης ο Βίαιος (Τ. Μαρκετάκη)
Αθήνα, μεσάνυχτα. Σε κάποιο απόμερο δρομάκι στη Μεταμόρφωση, μια όμορφη κοπέλα, η Ελένη Χαλκιά, μαχαιρώνεται θανάσιμα από έναν άγνωστο που αμέσως εξαφανίζεται τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι. Ο νεαρός Ιωάννης Ζάχος, χωρίς ψυχική και σεξουαλική ισορροπία, φαντασιώνεται συχνά ότι σκοτώνει όμορφες γυναίκες, σε μια προσπάθεια να επιβεβαιώσει τον ελλειμματικό ανδρισμό του και το πάθος του για εξουσία. Όταν συλλαμβάνεται, ομολογεί τα εγκλήματά του, προς μεγάλη ανακούφιση της Αστυνομίας που έχει κατηγορηθεί από τον Τύπο για αναποτελεσματικότητα. Στη δίκη που ακολουθεί, ο δράστης αναπαριστά με αντιφάσεις ό, τι έχει ήδη διαβάσει από τον Τύπο, και η προσπάθεια για αναζήτηση της αλήθειας μένει μετέωρη αποκαλύπτοντας όμως ανάγλυφα τη σύγκρουση του ατόμου με την κοινωνία.
Ταινία-ορόσημο για τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο, την οποία η Τώνια Μαρκετάκη (η οποία στη διάρκεια της δικτατορίας διέφυγε στο εξωτερικό) σκηνοθέτησε το 1973, αφού επέστρεψε από την Αλγερία. Η σκηνοθέτρια εμπνεύστηκε την ιστορία από την αληθινή περίπτωση της δολοφονίας της Μαρίας Μπαβέα από τον Δημήτρη Ζάγκα το 1963, αναδεικνύοντας τη γυναικοκτονία ως καθρέφτη της ελληνικής κοινωνίας, μεγεθύνοντας τις βαθιές ρίζες της πατριαρχίας και του μισογυνισμού στη χώρα μας και παραμένοντας τραγικά επίκαιρη.
Οι απέναντι (Γ. Πανουσόπουλος)
Ένας φοιτητής και μέλος μιας παρέας μηχανόβιων, ο Χάρης, ζει με τη χήρα μητέρα του σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα. Με ένα τηλεσκόπιο παρακολουθεί μανιωδώς μια μεγαλύτερη γυναίκα, τη Στέλλα, που ζει με τον άνδρα της και την κόρη της σε ένα παρόμοιο διαμέρισμα, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Μέρα τη μέρα, όλο και περισσότερο μπαίνει στη ζωή και στις καθημερινές συνήθειές της ώσπου την ερωτεύεται.
Ο Γιώργος Πανουσόπουλος μας παρασύρει σε μια Αθήνα όπου τα ανοιχτά παράθυρα πυροδοτούν φαντασιώσεις και τα τηλεσκόπια εκμηδενίζουν τις αποστάσεις μεταξύ των διαμερισμάτων, καταργώντας την κατ’ επίφαση ιδιωτικότητα της πολυκατοικίας. Μας ταξιδεύει σε μια Αθήνα ετερόκλητων ήχων, πολύβουων δρόμων και λεωφόρων, στην Αθήνα του ’80 με τα φλιπεράκια, τις κόντρες με μηχανές και τους καμικάζι. Και καταφέρνει να προσδώσει έναν ερωτισμό στο αστικό αθηναϊκό καλοκαίρι του καύσωνα μέσα στο ασφυκτικό, μικροαστικό διαμέρισμα, και μια ποίηση ακόμα και στην πιο απλή και τετριμμένη σκηνή όπου μια γυναίκα μαζεύει τα πλυμένα ρούχα της στην ταράτσα.
Μια ηδονοβλεπτική ταινία για την Αθήνα το καλοκαίρι, η οποία αγαπήθηκε πολύ (και) για την υπέροχη Μπέτυ Λιβανού αλλά και για τη συνεργασία του Γιώργου Πανουσόπουλου με τον Άρη Ρέτσο, τον ηθοποιό-φαινόμενο, ο οποίος ήταν δική του κινηματογραφική ανακάλυψη.
Ανοιχτή επιστολή (Γ. Σταμπουλόπουλος)
Ο Δημήτρης περιφέρεται σαν ήρωας του Τρυφώ στην Αθήνα του ’60. Μνήμες από την Κατοχή, επισκέψεις σε νυχτερινά μπαρ, σεξ με γυναίκες βγαλμένες από τα swinging 60s και η συντηρητική οικογένειά του συνθέτουν το πορτραίτο ενός άντρα που μετεωρίζεται, όπως ακριβώς και η εποχή του (λίγο πριν από τη δικτατορία) ανάμεσα σε έναν κούφιο εκμοντερνισμό και το μικροαστικό βόλεμα. «Κομμένο» από το φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του ’69, ένα από τα σημαντικότερα ντεμπούτα του ελληνικού κινηματογράφου.
Σύμφωνα με την Αγλαΐα Μητροπούλου: «Eίναι μια πολιτική ταινία, η ιστορία ενός νέου μικροαστού, γεννημένου στην Κατοχή, προετοιμασμένου από τις κοινωνικές συνθήκες να “βολευτεί”, ο οποίος προσπαθεί να μην αντιδρά, να μη σκέφτεται, αναζητώντας μια κάποια διαφυγή σε διάφορους έρωτες ως τη μέρα που απελπισμένος βρίσκεται μπροστά σε μια νεαρή δασκάλα».
Επί δικτατορίας, μια λαθραία κόπια της ταινίας κερδίζει το βραβείο των κριτικών στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1968. Τον επόμενο χρόνο, κουτσουρεμένη κατά 15 λεπτά από τον φόβο της λογοκρισίας, υποβάλλεται στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, όπου η διορισμένη από τη Χούντα προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ την απορρίπτει. Το 1969, η ταινία προβλήθηκε (λογοκριμένη πάντα) στην Αλκυονίδα, και την επομένη, παρά το κλίμα φόβου που επικρατούσε, οι κριτικές στον Τύπο ήταν ενθουσιώδεις.
Ναι μεν, αλλά… (Π. Τάσιος)
Ένας νέος άντρας, παντρεμένος με μια επαρχιώτισσα που δεν αγαπάει, ζει μια μίζερη ζωή και ονειρεύεται συνεχώς αυτό που του έλειψε: μια όμορφη γυναίκα-σύντροφο και μια ολοκληρωμένη σχέση. Σχετίζεται τυχαία με μια κοπέλα και δίνει όλο τον εαυτό του προκειμένου να την κρατήσει. Αυτή όμως απλώς «παίζει» μαζί του, και εκείνος τη σκοτώνει και ανεβαίνει σε μια ταράτσα για να αυτοκτονήσει. Ένας δημοσιογράφος (Αλέξης Δαμιανός) που τον πλησιάζει προσπαθεί να διαλευκάνει τα αίτια που τον οδηγούν σε αυτή την πράξη. Ψάχνοντας στο παρελθόν του άντρα, θα βρει ατελείωτη μοναξιά και απελπισία.
Βασισμένος σε ένα αληθινό περιστατικό, ο Παύλος Τάσιος (Παραγγελιά) σκιαγραφεί το ψυχολογικό και ερωτικό αδιέξοδο ενός ατόμου που οδηγείται στον φόνο και την αυτοκτονία, παραδίδοντάς μας μια ταινία-ορόσημο για τις επιπτώσεις των γρήγορων και βίαιων αλλαγών της ελληνικής κοινωνίας στην ανθρώπινη συμπεριφορά και ψυχολογία.
Η ταινία προβλήθηκε στο 13ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (1972) αποσπώντας Τιμητική Διάκριση και το Βραβείο Σεναρίου.
Τα χρώματα της ίριδος (Ν. Παναγιωτόπουλος)
Ένα κινηματογραφικό συνεργείο σε μια ακρογιαλιά γυρίζει ένα διαφημιστικό, όταν ξαφνικά ένας παράξενος τύπος με μια ομπρέλα (Κώστας Σφήκας) μπαίνει στο πλάνο και εξαφανίζεται μυστηριωδώς στη θάλασσα. Τόσο το συνεργείο όσο και οι αρχές υποβαθμίζουν το περιστατικό. Μόνο ο μουσικός του συνεργείου θορυβείται και προσπαθεί να εξιχνιάσει την παράξενη αυτή εξαφάνιση.
Με σαφείς αναφορές στην κινηματογραφική αυτοαναφορικότητα και την απόρριψη της συμβατικής αφήγησης της γαλλικής Nouvelle Vague, ο Νίκος Παναγιωτόπουλος υφαίνει, με δεξιοτεχνική σκηνοθεσία και με πνευματώδες χιούμορ, μια παραβολή για την υπαγωγή της τέχνης του κινηματογράφου στον κόσμο του διαφημιστικού θεάματος.
Μια χιουμοριστική αναζήτηση των σχέσεων κινηματογράφου / πραγματικότητας και λογικού / παράλογου, η πρώτη ταινία του Ν. Παναγιωτόπουλου θεωρείται η πιο απρόσμενη δημιουργία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου.
Αξίζει να σημειωθούν για την αρτιότητά τους η διεύθυνση φωτογραφίας του Νίκου Καβουκίδη, η σκηνογραφία του Διονύση Φωτόπουλου και η υποκριτική του Νικήτα Τσακίρογλου. Στην ταινία εμφανίζονται φευγαλέα (cameo) γνωστές φυσιογνωμίες της εποχής.
Ξένες ταινίες μεγάλου μήκους
Τα χέρια πάνω από την πόλη (Φρ. Ρόσι)
Ο Ροντ Στάινερ πρωταγωνιστεί στον ρόλο ενός δολοπλόκου Ναπολιτάνου κτηματομεσίτη και μέλους του Δημοτικού Συμβουλίου, ο οποίος χρησιμοποιεί την πολιτική του δύναμη για προσωπικό κέρδος ώστε να επωφεληθεί από μια μεγάλης έκτασης συμφωνία για ανάπλαση των προαστίων. Όμως η κατάρρευση ενός κατοικημένου κτιρίου καθιστά τον ίδιο και τους πολιτικούς του υποστηρικτές υπόλογους σε σκάνδαλο όταν τίθενται ερωτήματα για τη σχέση του με το ατύχημα.
Μεταπηδώντας απρόσκοπτα από τα συντρίμμια του κτιρίου που καταρρέει στις κεκλεισμένων των θυρών συζητήσεις των πολιτικών, «Τα χέρια πάνω από την πόλη» είναι ένα σκληρό έργο κοινωνικού ρεαλισμού από τον Φραντσέσκο Ρόσι, ο οποίος κέρδισε τομ Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας του 1963, αποκαλύπτοντας τους εσωτερικούς μηχανισμούς της πολιτικής διαφθοράς με πάθος και οργή, στην Ιταλία του ’60.
Δύο ή τρία πράγματα που ξέρω γι’ αυτήν (Ζ.Λ. Γκοντάρ)
Το πορτρέτο μιας αστής παντρεμένης γυναίκας με δύο παιδιά, η οποία, για να εξασφαλίσει τα χρήματα για τις καταναλωτικές της προτιμήσεις, καταφεύγει στην πορνεία. Κινείται ανάμεσα σε σύζυγο, προαγωγό και πελάτες με απελπιστική αδιαφορία. Εμπνευσμένη από μια δημοσιογραφική έρευνα, η ταινία είναι συγχρόνως το πορτρέτο της πόλης του Παρισιού τη στιγμή που αλλάζει και αναδομείται.
Ο Γκοντάρ, ο οποίος την ίδια χρονιά είχε γυρίσει τις ταινίες «Κινέζα» και «Σαββατοκύριακο», λειτουργεί ως αφηγητής στην ταινία, η οποία, χωρίς να ακολουθεί ένα δομημένο σενάριο, μιλά για τη σύγχρονη ζωή: τα χρήματα, τη μόδα, το σεξ, την αγάπη, την πόλη, τον πόλεμο. Μια απαισιόδοξη ματιά σε έναν καταναλωτικό κόσμο, όπου «τα νεκρά αντικείμενα είναι πάντα ζωντανά και οι ζωντανοί άνθρωποι νεκροί».
Υπό κατασκευή (Χ.Λ. Γκερίν)
Σε μια λαϊκή γειτονιά της Βαρκελώνης, ξεκινούν οι εργασίες για την αποκατάσταση μιας πολυώροφης πολυκατοικίας. Η αρχιτεκτονική της πόλης αλλάζει μαζί με τους κατοίκους της. Σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες αυτής της γειτονιάς, ο Χοσέ Λουΐς Γκερίν παρακολουθεί παράλληλα το πέρασμα του χρόνου.
Ο Γκερίν είναι ένας από τους κορυφαίους δημιουργούς του σύγχρονου ισπανικού κινηματογράφου, έχοντας γυρίσει ιδιαιτέρως ποικιλόμορφη φιλμογραφία, η οποία περιλαμβάνει εκτενή έρευνα και νέους τρόπους προσέγγισης σε κάθε θέμα που επιλέγει. Η ταινία είναι ένα πορτρέτο της Βαρκελώνης, και η πρώτη του σκηνοθέτη για τη γενέτειρά του: ένα πορτρέτο των προσώπων και των ανθρώπων, των γειτονιών και του περιβάλλοντός τους. Είναι μια από τις ταινίες που μας κάνουν να αντιληφθούμε τη μοναδική δύναμη του κινηματογράφου να απεικονίζει τον κόσμο, και μας θυμίζει ότι το κορυφαίο σινεμά δεν βάζει ταμπέλες: Μια εξαιρετική ταινία παραμένει εξαιρετική σε όποιο είδος και αν την κατατάξουμε (ντοκιμαντέρ, μυθοπλασία ή κάτι ανάμεσα στις «γραμμές»).
Ο τελευταίος μαύρος άντρας στο Σαν Φρανσίσκο (ΤΖ. Τάλμποτ)
Αναζητώντας κατοικία, ένας νεαρός άντρας, με τη βοήθεια του κολλητού του, προσπαθεί να ανακτήσει το βικτωριανό σπίτι που είχε χτίσει ο παππούς του στην καρδιά του Σαν Φρανσίσκο. Αλλά η πόλη φαίνεται να μεταβάλλεται συνεχώς αφήνοντάς τον πίσω. Μια νοσταλγική οδύσσεια γεμάτη σκεϊτάδες, καταληψίες, σεναριογράφους και άλλους ντόπιους χαρακτήρες που σπρώχνονται στο περιθώριο, «Ο τελευταίος μαύρος άντρας στο Σαν Φρανσίσκο» –που πήρε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ του Σάντανς το 2019– είναι μια οξυδερκής και συγκινητική ιστορία για τις γενέτειρες πόλεις και το πώς αυτές δημιουργούνται και κρατιούνται ζωντανές από τους ανθρώπους που τις αγαπούν. Φέροντας αυτοβιογραφικά στοιχεία στην αφήγησή της, είναι η πρώτη μεγάλου μήκους του σκηνοθέτη Τζο Τάλμποτ.
Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους
Χτίστες, νοικοκυρές και η οικοδόμηση της σύγχρονης Αθήνας (Τ. Λάγγης, Γ. Γαϊτανίδης)
Ποιοι είναι οι επαρχιώτες που ήρθαν στην Αθήνα με τις γυναίκες τους μετά τον Εμφύλιο και «τσιμέντωσαν» την πόλη; Ποιοι «γκρέμισαν» τα νεοκλασικά και γιατί γέμισαν το λεκανοπέδιο με πολυκατοικίες; Πώς έμαθαν και ανέπτυξαν την τέχνη τους, από πού προέρχονται, ποιες τεχνικές και γνώσεις είχαν μαζί τους; Πώς τροποποίησαν τα εργαλεία τους για να ικανοποιήσουν τις νέες ανάγκες που αναδύονταν; Πώς επικοινωνούσαν και διαπραγματεύονταν με τους μορφωμένους αρχιτέκτονες; Τι ζητούσαν οι γυναίκες τους; Με άλλα λόγια, ποια ήταν η ιστορία της συνάντησής τους με το «σχέδιο του μοντερνισμού»;
Όσο παραμένουν αόρατοι αυτοί και αυτές οι «συν-δημιουργοί», η ιστορία της σύγχρονης Αθήνας εξακολουθεί να είναι ελλιπής, αν όχι και βαθιά παραπλανητική. Το ντοκιμαντέρ είναι βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Ιωάννας Θεοχαροπούλου, το οποίο κυκλοφόρησε το 2022 σε νέα έκδοση από το ΙΔΡΥΜΑ ΩΝΑΣΗ. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» (2021).
ΚΟΝΤΡΑΜΠΑΝΤΟ – Αναζητώντας τη Μέλπω (Β. Σκούρα)
Ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και την έκφραση της ποιήτριας και μυθιστοριογράφου Μέλπως Αξιώτη, μέσα από την ανάλυση του ψυχιάτρου Σπήλιου Αργυρόπουλου. Από τη Μύκονο, στο Παρίσι και το Βερολίνο. Μια ταξιδιώτισσα στις γειτονιές του κόσμου, η Μέλπω Αξιώτη, υπήρξε μια γυναίκα που έζησε διάφορα πολιτικά γεγονότα, επώδυνες εμπειρίες, απώλειες, φυγές, εξορίες. Οι πόλεις και η ύπαιθρος διαστέλλονται και συστέλλονται – συνδέονται όχι μόνο με τις συνεχείς μετακινήσεις της, αλλά κυρίως με τους διαρκείς αποκλεισμούς και εγκλεισμούς της.
Για πέντε διαμερίσματα και ένα μαγαζί (Γ. Σκοπετέας)
Ένα ντοκιμαντέρ, παραγωγής του Μουσείου Μπενάκη, για την αρχιτεκτονική και την κοινωνία της Αθήνας μέσα από τις ελληνικές ταινίες μυθοπλασίας (1924-2004). Η ταινία καταγράφει την εξέλιξη του αστικού τοπίου της Αθήνας μέσα από το ελληνικό σινεμά, από την πρώτη απεικόνιση της πρωτεύουσας στο κινηματογραφικό φιλμ το 1924 έως και 80 χρόνια αργότερα.
Sinfonietta-πόλης, συνομιλία με τον Dziga Vertov (Δ. Θεοδωρόπουλος)
Ένα ταξίδι αναζήτησης στο τοπίο της γεωγραφίας της οπτικής μνήμης, μέσα από τα απομεινάρια του παρελθόντος, με την πατίνα της φθοράς του αστικού τοπίου, την καταγραφή της καλλιτεχνικής δημιουργίας, σε αναζήτηση μιας «μουσικής εικαστικότητας» της εικόνας.
Μικρού μήκους ταινίες
Η εκπομπή (Θ. Αγγελόπουλος)
Μια ομάδα δημοσιογράφων του ραδιοφώνου κάνει γκάλοπ για να ορίσει τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν τον «ιδανικό άνδρα». Στη συνέχεια, αναζητά τον άντρα που ανταποκρίνεται στην περιγραφή και καταλήγει σε έναν μικροαστό, λίγο σεξομανή. Όταν του ανακοινώνεται πως έχει κερδίσει, ως βραβείο, μια νύχτα με μια ντίβα του κινηματογράφου, εκείνος ενθουσιάζεται. Όταν όμως φτάνει στον χώρο που του έχει υποδειχθεί, τον περιμένει μια έκπληξη…
Μέσα από την ταινία φανερώνεται η αντιπαράθεση μιας τουριστικής, «γυαλιστερής» Αθήνας της διαφήμισης και του ραδιοφώνου, έναντι της κακομοιριάς ενός φτωχού δημοσίου υπαλλήλου.
Η πρώτη ταινία του Θ. Αγγελόπουλου συμπυκνώνει σε πρώιμη μορφή πολλά από τα μετέπειτα φιλμικά χαρακτηριστικά του έργου του. Πρώτη συμμετοχή στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1968 όπου απέσπασε το Βραβείο των Κριτικών.
Τζίμης ο Τίγρης (Π. Βούλγαρης)
Ο «Τζίμης ο Τίγρης» είναι ένας οικογενειάρχης αθλητής, ο οποίος ζει επιδεικνύοντας τις ικανότητές του σε αυτοσχέδιες «παραστάσεις» στους δρόμους της Αθήνας. Μια μέρα τον πλησιάζει μια νεαρή Γερμανίδα και του ζητάει την άδεια να του βγάλει μια σειρά φωτογραφίες για ένα ρεπορτάζ. Ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί μια τρυφερότητα και θα περάσουν ένα βράδυ μαζί στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Το άλλο πρωί, ο Τζίμης θα βρεθεί κατηγορούμενος ότι παρέσυρε τη νεαρή ξένη για να τη ληστέψει…
Η ταινία διακρίθηκε στο ιστορικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1966 αποσπώντας τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας Μικρού Μήκους με Υπόθεση και Τιμητική Διάκριση Ερμηνείας για τον Σπύρο Καλογήρου.
Η ρόδα (Θ. Αδαμόπουλος)
Μια περιήγηση –με σατιρική διάθεση– στην Αθήνα του χθες, του σήμερα και, ίσως, του αύριο.
Η θέαση μια μικρής επανάστασης που τα τελικά της αποτελέσματα δεν αποφέρουν τίποτε άλλο εκτός από την ανανέωση των συνθηκών των δεσμών.
Μια μικρή απόδραση.
Μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.
Ή μήπως μια διάθεση για ονειροπόληση;
Η πρώτη ταινία του Θόδωρου Αδαμόπουλου, ο οποίος διετέλεσε για πολλά χρόνια διευθυντής της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, πρόεδρος του ΔΣ και σήμερα πρόεδρος της ΓΣ του Ιδρύματος.
Ακρόπολις (Ευ. Στεφανή)
Πειραματική ταινία βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά σε found-footage και ετερόκλητο αρχειακό υλικό (πορνογραφικό, ιστορικό κ.λπ). Επιχειρεί έναν παραλληλισμό του Ιερού Βράχου με το γυναικείο σώμα επιμένοντας στη συνεχή ιδεολογική εκμετάλλευση του ναού για λόγους προπαγανδιστικούς, οικονομικούς, εθνικιστικούς. Η σκηνοθέτρια επεμβαίνει στο υλικό χρωματίζοντας, καίγοντας, κόβοντας το φιλμ, δίνοντας έμφαση στην υλικότητα του φιλμ και δημιουργώντας μια άτυπη ταπισερί που είναι η δική της Ακρόπολη.
Η Εύα Στεφανή μας παραδίδει ένα σαρκαστικό και κάπως μελαγχολικό πειραματικό ντοκιμαντέρ για την ελληνική εθνικιστική ιδεολογία.
Από μπουζούκια σε μπουζούκια (Π. Κουτρουμπούσης)
Το ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Πάνου Κουτρουμπούση καταγράφει, με άμεσο και ρεαλιστικό ύφος, τη ζωή στα λαϊκά κέντρα διασκέδασης της δεκαετίας του ’60 στο Πέραμα.
Αθήνα, αγάπη μου (Δ. Κεχρής)
Ένα φιλμ-δοκίμιο που αναζητά ίχνη σημαντικών συγκρουσιακών γεγονότων της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας στο σώμα της αθηναϊκής μητρόπολης. Αρθρώνεται στη βάση συνεντεύξεων με αρχιτέκτονες και ιστορικούς, ενεργοποιεί αρχειακό υλικό και επιστρατεύει στοιχεία μυθοπλασίας που ξεδιπλώνονται μέσα από ένα διαλογικό voice over.
Βραβείο Ντοκιμαντέρ – Εθνικό Σπουδαστικό Διαγωνιστικό DISFF 2023.
Περισσότερες πληροφορίες, σύντομα, στην ιστοσελίδα της Ταινιοθήκης (http://www.tainiothiki.gr/) και στις σελίδες της στο Facebook (https://www.facebook.com/tainiothikigr) και το Ιnstagram (https://www.instagram.com/tainiothikigr).
Εισιτήρια
Ηλεκτρονική προπώληση: https://tickets.tainiothiki.gr/
Εισιτήρια: 5 ευρώ. Tρεις προβολές: 10 ευρώ
Mε τη χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού.