Σκιαγραφώντας το σημερινό εργασιακό τοπίο
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για το ξεκίνημα νέων, δυναμικών εργατικών κινητοποιήσεων για ενιαία δράση των εργαζομένων προς τη σωστή κατεύθυνση, για μαζική συμμετοχή στα συνδικάτα και στις οργανώσεις τους. Τα 8 χρόνια πολύπλευρης κρίσης, τα οποία έφεραν τη λιτότητα, την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, την ύφεση και τη βίαιη υποβάθμιση των ορών διαβίωσης των εργαζομένων συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Πριν από μία εβδομάδα η ΓΣΕΕ προχώρησε σε μια άκρως ενδιαφέρουσα εκδήλωση για τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της. Σε αυτό το πλαίσιο παρουσίασε έρευνα (η έρευνα διενεργήθηκε από την εταιρία ALCO), από την οποία προέκυψαν κάποια πολύ ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1.500 ατόμων σε όλη την Ελλάδα τον Μάιο του 2018.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, 9 στους 10 εργαζομένους στην Ελλάδα υποστηρίζουν ότι τα τελευταία χρόνια οι αποδοχές, τα ασφαλιστικά και τα εργασιακά δικαιώματά τους έχουν πληγεί. Τα βασικότερα προβλήματα για τους ερωτηθέντες είναι η μείωση των αποδοχών τους (60%) και δεύτερη ακολουθεί η εργασιακή ανασφάλεια που βιώνουν (50%).
Δυστυχώς τα τελευταία 8 χρόνια σημειώθηκε ραγδαία αύξηση των λεγόμενων «φτωχών» εργαζομένων, που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν το ελάχιστο όριο αξιοπρεπούς διαβίωσης. Πρακτικά η εργασιακή θέση τους και οι μισθολογικές απολαβές τους, οι οποίες σε πάρα πολλές περιπτώσεις είναι ο κατώτατος ή και ο υποκατώτατος μισθός, τους διαχωρίζουν από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Ο συνδυασμός της μείωσης μισθών με τις υπέρογκες φορολογικές επιβαρύνσεις οδήγησε σε μια μεγάλη αναδιανομή πλούτου σε βάρος των μισθωτών. Παράλληλα οι εργαζόμενοι έπρεπε να έρθουν αντιμέτωποι και με την κατακόρυφη άνοδο της εργασιακής ανασφάλειας, η οποία έχει σαφές κοινωνικές οικονομικές αλλά και ψυχολογικές προεκτάσεις και η οποία μαρτυρά την εργοδοτική ασυδοσία, τον φόβο και τη συνολικότερη κατάσταση που επικρατεί.
Δυστυχώς οι εργαζόμενοι βρέθηκαν δέσμιοι της αφερεγγυότητας, της αντιεπαγγελματικής και της ανήθικης πρακτικής των εργοδοτών. Το διακύβευμα της διατήρησης της θέσης εργασίας απόκτησε τόσο μεγάλη σημασία, που οι εργαζόμενοι ανέχτηκαν και συνεχίζουν να ανέχονται μια σειρά από αντεργατικές μεταβολές και πρακτικές.
Με την επίσημη ανεργία άλλωστε να βρίσκεται στο 19% –κάποτε άγγιξε και το 28%–, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική η κατάσταση, καθώς παραμονεύει μια ολόκληρη στρατιά που έχει ανάγκη να εργαστεί προκειμένου να επιβιώσει. Η αυγή της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης βρίσκει τους εργαζομένους βυθισμένους σε ένα βαθύ σκοτάδι από άποψη δικαιωμάτων.
Οι προκλήσεις της νέας εποχής
Στο άμεσο μέλλον οι εργαζόμενοι θα έρθουν αντιμέτωποι με μια σειρά από προκλήσεις στις οποίες πρέπει να απαντήσουν. Η ψηφιοποίηση, που ήδη έχει ξεκινήσει να αλλάζει το τοπίο της εργασίας, η παγκοσμιοποίηση, που σίγουρα δεν είναι καινούργιος όρος, αλλά πλέον δείχνει με τον πιο βίαιο τρόπο ότι ήρθε για να συμπιέσει τους όρους εργασίας προς τα κάτω, και οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που αναπροσαρμόζονται στη νέα εποχή, βάζουν τα δικά τους αιτήματα και δικαιωματικά διεκδικούν ένα ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο μερίδιο για τη σημερινή κατάσταση.
Τα παραπάνω συνέβαλαν ώστε οι οικονομικές ανισότητες κάθε στιγμή να γίνονται μεγαλύτερες από ποτέ. Όλα αυτά βέβαια στο όνομα της ευημερίας της κοινωνίας μας και της συνέχισης της δημοκρατίας, διαφορετικά θα επικρατούσε το χάος, όπως μας πληροφορούν οι τεχνοκράτες και οι κυβερνώντες. Όμως η δημοκρατία ως σχήμα ανέκαθεν επιβίωνε πάνω στην άμβλυνση των αντιθέσεων και όχι στην όξυνσή τους.
Ήδη από το 1999 έχει βγει μελέτη του ΟΟΣΑ που αναφέρει ότι η ανάπτυξη δεν επηρεάζεται καθόλου από τα εργατικά δικαιώματα και το εργατικό δίκαιο. Η έρευνα δεν αφορούσε μόνο τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, αλλά όλες. Το εν λόγω στοιχείο έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς, γιατί είδαμε πού οδηγήθηκε η οικονομία από τη στιγμή που ψηφίστηκαν τα αντίστοιχα μέτρα που μείωσαν τους μισθούς. Ήταν φυσικό ότι, από τη στιγμή που μειώθηκαν οι μισθοί, οι συντάξεις και το εισόδημα εν γένει, το ΑΕΠ θα έπεφτε.
Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μετακίνησαν την εργασία και τον συνδικαλισμό στο παρασκήνιο και έτσι το σύστημα μοίρασε την ανεργία σε 6ωρα και 4ωρα και σε κάθε είδους επισφαλή μορφή εργασίας, παρέχοντας αμοιβές που δεν φτάνουν ούτε καν για τα απαραίτητα.
Αν οι εργαζόμενοι και οι ενώσεις τους δεν ξεπεράσουν αυτό τον σκόπελο έχοντας ως σύμμαχο τον τεχνολογικό μετασχηματισμό, θα βρεθούν σε πολύ δύσκολη θέση. Σε διαφορετική περίπτωση οι αλλαγές που θα έρθουν θα ταράξουν συθέμελα την παραγωγική διαδικασία και αν από τώρα δεν προετοιμαστούν οι εργαζόμενοι θα βρεθούν με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο.
Ο πυρήνας των εργασιακών δικαιωμάτων
Πλέον έχουμε φτάσει στο σημείο όπου το 8ωρο ως επί το πλείστον είναι κέλυφος κρατικού χαρακτήρα και όπου στον ιδιωτικό τομέα το ωράριο γίνεται «λάστιχο» και διαμορφώνεται κατά το δοκούν. Φθάσαμε στο σημείο να μην ξέρουμε ποιος ορίζει την κανονικότητα στο εργασιακό τοπίο. Ο νόμος, τα συνδικάτα ή μήπως η εργοδοσία;
Σαφώς τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια να προκύψει μια νέα πραγματικότητα από την εργοδοσία και η οποία θα διαμορφώνεται ανάλογα από την εποχή και τις απαιτήσεις που αυτή θα έχει. Υπό αυτό το πρίσμα το 8ωρο έχει μια εξέχουσα σημασία, καθώς αποτελεί έναν σημαντικό κρίκο, ένα κεκτημένο που δεν πρέπει να χαθεί.
Η τυπική σημασία που έχει στη συνείδηση των εργαζομένων είναι αυτό που δεν πρέπει να απαλειφθεί. Το 8ωρο ήταν και συνεχίζει να είναι το κεντρικό αίτημα γύρω από το οποίο συσπειρώθηκαν οι εργατικές μάζες ανεξαρτήτως κλάδου και είδους εργασίας και διεκδίκησαν καλύτερες συνθήκες. Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια μέχρι και σήμερα είναι ένα ορθό αίτημα, το οποίο δεν διασφάλιζε απλώς την ξεκούραση των εργαζομένων, αλλά συνέβαλλε στην πολύπλευρη ολοκλήρωση των ανθρώπων συνολικά.
Η πρόσφατη κίνηση της Αυστρίας έχει ως στόχο να αλώσει τον σκληρό πυρήνα των εργασιακών δικαιωμάτων. Η επιλογή της αυστριακής κυβέρνησης να θεσπίσει το 12ωρο στοχεύει τόσο στο ουσιαστικό, δηλαδή στο να εργάζεται κάποιος περισσότερο, όσο και στο τυπικό, στο να ξεχάσουν οι εργαζόμενοι ότι έχουν δικαιώματα και ότι μπορούν να έχουν απαιτήσεις.
Η αλήθεια όμως είναι ότι αυτή η κίνηση όχι μόνο αποκτά επικίνδυνα χαρακτηριστικά, γιατί η Αυστρία αποτελεί κράτος-μέλος της Ε.Ε. και δημιουργεί ένα άνευ προηγουμένου τετελεσμένο, αλλά γιατί επίσης μας γυρνά πίσω έναν αιώνα, πριν δηλαδή από σημαντικές εργατικές κατακτήσεις. Εν έτει 2018, με την τεχνολογική επανάσταση να πραγματοποιεί συνεχώς άλματα και με τη ρομποτική συνεχώς να εξελίσσεται, η αναμενόμενη εξέλιξη θα ήταν ακριβώς η αντίθετη. Θα ήταν πλήρως δικαιολογημένη η μείωση του εργάσιμου χρόνου, μάλιστα με τις ίδιες αμοιβές.
Η μείωση του εργάσιμου χρόνου όμως συνεχώς και απομακρύνεται. Σήμερα υπάρχει μια μαζική διάχυση της εργασίας στον ελεύθερο χρόνο. Από τη στιγμή που ένας εργαζόμενος είναι αναγκασμένος να απαντά στα τηλεφωνήματα ή στα εταιρικά e-mails συναδέλφων, συνεργατών και εργοδοτών μετά το πέρας του ωραρίου του, είναι επόμενο ότι τα όρια του ελεύθερου και του εργάσιμου χρόνου επικαλύπτονται. Αυτές οι ώρες μένουν απλήρωτες και είναι μία από τις προκλήσεις που δημιουργεί ο ψηφιακός κόσμος και η συνεχής συνδεσιμότητα.
Αυτή η συνολική εικόνα της ρευστοποίησης του ωραρίου εργασίας είναι αποτέλεσμα της ψηφιακής εξέλιξης, αλλά και των ακραίων απόψεων ότι πλέον έτσι πρέπει να είναι η εργασία προκειμένου να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί και αειφόροι. Η κατάσταση της ρευστοποίησης αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους εργαζομένους, καθότι προηγείται και χρησιμοποιεί τον ψηφιακό μετασχηματισμό προκειμένου να εξελιχθεί με ακόμα πιο επικίνδυνους τρόπους και με ραγδαίους ρυθμούς.
Φυσικά από όλη αυτή την εικόνα κάποιοι πλήττονται περισσότερο. Αυτοί είναι οι νέοι άνθρωποι, οι οποίοι, παρ’ όλη την ανασφάλεια την οποία βιώνουν, δείχνουν μια απάθεια προς οποιουδήποτε είδους οργανωμένη διεκδίκηση μέσα από μαζικούς φορείς, αλλά και προς οποιαδήποτε συλλογική διαδικασία. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με την ολοένα και μεγαλύτερη γήρανση των συνδικάτων και τη μη συμμετοχή νέων ανθρώπων, δημιουργεί προβλήματα για την πορεία και την εξέλιξη των συνδικάτων. Σε αυτό το περιβάλλον τίθενται υπό αμφισβήτηση παραδοσιακές μέθοδοι και χρόνιες πρακτικές του συνδικαλιστικού κινήματος. Η τελευταία όμως λέξη πρέπει να ανήκει στους ίδιους τους εργαζομένους.
Το παρόν και το μέλλον βρίσκεται σε άμεση σύνδεση με τη σημερινή κατάσταση των εργαζομένων και των συνδικάτων
Σήμερα οι εργατικοί αγώνες είναι απομαζικοποιημένοι. Είναι απορίας άξιο λοιπόν πώς στην έρευνα της ΓΣΕΕ το 55% των εργαζομένων τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα θεωρεί ότι το συνδικαλιστικό κίνημα έχει διαδραματίσει θετικό ρόλο στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του. Από πού φανερώνεται αυτό το κύρος, όταν στην πραγματική ζωή δεν αποτυπώνεται πουθενά.
Δυστυχώς, ακόμα και με όλη τη συσσωρευμένη πείρα που έχουν και μπορούν να έχουν οι εργαζόμενοι, επικρατεί ανάμεσά τους η ανάθεση της ελπίδας. Επιμένουν να πιστεύουν και να θεωρούν ότι κάποιος άλλος θα διεκδικήσει γι’ αυτούς, κάποιος άλλος θα κερδίσει αυτά που θέλουν γι’ αυτούς, κάποιος άλλος θα μπει μπροστά γι’ αυτούς. Αυτό το φαινόμενο από μόνο του φέρνει από το παρελθόν μία από τις πιο σάπιες ιδεοληψίες.
Η αυτονομία δυστυχώς δεν έχει επικρατήσει και στη χειρότερη περίπτωση –που είθισται να συμβαίνει στις μέρες μας– οι εργαζόμενοι μπορεί να βρεθούν δέσμιοι πολιτικών γραφείων και εργατοπατέρων. Η κατάρρευση και η υποχώρηση των συνδικάτων συνδυάστηκαν «υπέροχα» με την κρίση, που ήρθε και διαμόρφωσε το πιο ευνοϊκό πλαίσιο για να γίνει πραγματικότητα ό,τι περιγράψαμε πιο πάνω.
Η εργοδοσία κάτω από τις ευνοϊκές συνθήκες και με τη βοήθεια τόσο των εγχώριων όσο και των εξωτερικών βοηθών της μετέτρεψε το εργατικό δίκαιο σε εργοδοτικό δίκαιο –όλες ανεξαιρέτως οι μνημονιακές κυβερνήσεις συνέβαλαν σε αυτό– και κινήθηκε ανεξέλεγκτα γιατί είχε τη δυνατότητα να το κάνει.
Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει την υποχρέωση να προβάλλει μια διαφορετική οπτική, που θα είναι υπέρ των πολλών και παράλληλα θα πείσει τους εργαζομένους προκειμένου να βρεθούν οι ίδιοι στις επάλξεις και να μην αφήσουν το μέλλον τους στα χέρια τρίτων. Στην εποχή της πιο σφοδρής επίθεσης που βίωσαν μεταπολιτευτικά οι εργαζόμενοι η ιστορία ξαναφέρνει στο προσκήνιο εκείνους τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκαν τα συνδικάτα: η ένωση των εργαζομένων, η ανάγκη για αλληλεγγύη και η ανάγκη για διεκδίκηση είναι αυτό που επιτάσσει το παρόν και το μέλλον.
Απόστολος Ζαβιτσάνος,
Δημοσιογράφος - http://stentoras.gr